χρεωφείλημα
From LSJ
English (LSJ)
ατος, τό, A debt, Poll.8.141.
German (Pape)
[Seite 1372] τό, die Schuld, Poll. 8, 141.
Greek (Liddell-Scott)
χρεωφείλημα: τό, ὀφειλή, χρέος, Πολυδ. Η΄, 141.
Greek Monolingual
-ήματος, τὸ, Α
οφειλή, χρέος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρέος + οφείλημα (< ὀφείλω). Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].