χρέμης

From LSJ
Revision as of 15:45, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρέμης Medium diacritics: χρέμης Low diacritics: χρέμης Capitals: ΧΡΕΜΗΣ
Transliteration A: chrémēs Transliteration B: chremēs Transliteration C: chremis Beta Code: xre/mhs

English (LSJ)

ητος, ὁ, a fish, prob. A = χρόμις, Opp.H.1.112, Ael.NA 15.11.

German (Pape)

[Seite 1370] ητος, ὁ, ein Meerfisch. S. auch nom. pr.

French (Bailly abrégé)

ητος (ὁ) :
sorte de poisson de mer.
Étymologie: DELG χρεμετίζω.

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. είδος θαλάσσιου ψαριού, πιθ. ο χρόμις
2. ως κύριο όν. Χρέμης
(στον Αριστοφ.) κωμικό πρόσωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χρεμ- του ρ. χρεμετίζω + κατάλ. -ης, -ητος (πρβλ. πλάν-ης)].