χρυσιοπλύσιον
From LSJ
ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
English (LSJ)
τό, A gold-wash, f.l. for χρυσοπλύσιον (q. v.).
German (Pape)
[Seite 1380] τό, Goldwäsche, wo die Goldkörner durch Waschen aus dem Flußsande geschieden werden, Strab. 5, 1,8.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσιοπλύσιον: τό, πλημμ. γραφ. ἀντὶ χρυσοπλύσιον , ὃ ἴδε.