χύτης

From LSJ
Revision as of 15:55, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χύτης Medium diacritics: χύτης Low diacritics: χύτης Capitals: ΧΥΤΗΣ
Transliteration A: chýtēs Transliteration B: chytēs Transliteration C: chytis Beta Code: xu/ths

English (LSJ)

[ῠ], ου, ὁ, A metal-caster, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1385] ὁ, der Gießende, das Werkzeug zum Gießen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χύτης: [ῠ], -ου, ὁ, ὁ χύνων μέταλλα εἰς τύπους, Συλλ. Ἐπιγραφ. 8971.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
τεχνικός που διενεργεί χύτευση
νεοελλ.
φρ. «πυρετός χυτών μετάλλου»
ιατρ. υψηλός πυρετός μέχρι 40° που εμφανίζεται σε εργαζομένους, μετά από τη χύτευση βαρέων μετάλλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χυ- της μηδενισμένης βαθμίδας της ρίζας του ρ. χέω + κατάλ. -της].