ψηφιδοφόρος
From LSJ
Ὁ θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.
English (LSJ)
ον, A = ψηφοφόρος, Hdt.6.109.
German (Pape)
[Seite 1397] = ψηφοφόρος, Her. 6, 109.
Greek (Liddell-Scott)
ψηφῑδοφόρος: -ον, = ψηφοφόρος, Ἡρόδ. 6. 109.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. ψηφοφόρος.
Étymologie: ψηφίς, φέρω.
Greek Monolingual
-ον, Α
ψηφοφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψηφίς, -ῖδος + -φόρος].
Greek Monotonic
ψηφῑδοφόρος: -ον (φέρω), = ψηφοφόρος, σε Ηρόδ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ψηφιδοφόρος -ον [ψηφίς, φέρω] die een stem mag uitbrengen; subst. stemmer.
Russian (Dvoretsky)
ψηφῑδοφόρος: ὁ подающий голос, участник голосования Her.