ψυχεῖον
From LSJ
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
English (LSJ)
τό, A place for cooling water, Semus 4.
German (Pape)
[Seite 1403] τό, auch ψυχίον, Ort zum Abkühlen, bes. des Wassers, ὀρυκτά Ath. III, 123 d.
Greek (Liddell-Scott)
ψῡχεῖον: τό, τόπος πρὸς ψῦξιν ὕδατος, Σῆμος περ’ Ἀθην. 123D.
Greek Monolingual
τὸ, ΜΑ
χώρος κατάλληλος για ψύξη, κυρίως νερού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψῦχος + επίθημα -εῖον (πρβλ. πορν-εῖον)].