ἀγαλματοποιός

From LSJ
Revision as of 16:28, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγαλματοποιός Medium diacritics: ἀγαλματοποιός Low diacritics: αγαλματοποιός Capitals: ΑΓΑΛΜΑΤΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: agalmatopoiós Transliteration B: agalmatopoios Transliteration C: agalmatopoios Beta Code: a)galmatopoio/s

English (LSJ)

ὁ, A sculptor, Hdt.2.46, Pl.Prt.311c, etc.; γραφεῖς ἢ ἀ. Arist.Pol.1340a38.

German (Pape)

[Seite 8] ὁ, Bildhauer, Her. 2, 46; Plat. Prot. 311 c, vom Polyklet u. Phidias.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγαλματοποιός: ὁ, κατασκευάζων ἀγάλματα, λιθοξόος. Ἡρόδ. 2. 46, Πλάτ. Πρωτ. 311C. κτλ., γραφεῖς ἢ ἀγ., Ἀριστ. Πολ. 8. 5, 21: - ἀγαλματοποιέω, κατασκευάζω ἀγάλματα, Πολύδ. 7. 108: - ἀγαλματοποιητικός, ή, όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ἀγαλματοποιόν· ἡ -κὴ (δηλ. τέχνη), παρὰ Πολυδ. 1. 13· - ἀγαλματοποιία, ἡ, ἡ τέχνη τοῦ ἀγαλματοποιοῦ, Πορφ. περὶ Ἀποχ. 2. 49, Α. Β. 335, Πολυδ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
statuaire, sculpteur.
Étymologie: ἄγαλμα, ποιέω.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
escultor, tallista, imaginero Hdt.2.46, Pl.Prt.311c, IG 22.10B.2.9 (V/IV a.C.), 217.15 (IV a.C.), Philostr.VA 8.7.3, Aesop.90, IAphrodisias 3.76.4 (III d.C.), ἀγαλματοποιοὶ Πάριοι ICr.1.5.6.4 (Arcades I a./d.C.)
del Demiurgo ἀγαλματοποιὸς τοῦ κόσμου imaginero del cosmos Procl.in Ti.3.6.10.

Greek Monotonic

ἀγαλματοποιός: ὁ (ποιέω), τεχνίτης αγαλμάτων, γλύπτης, αγαλματοποιός, σε Ηρόδ., Πλάτ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

ἀγαλμᾰτοποιός: ὁ ваятель, скульптор Her., etc.

Middle Liddell

ποιέω
a maker of statues, a sculptor, statuary, Hdt., Plat., etc.

English (Woodhouse)

sculptor

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)