ἀλληλίζω

From LSJ
Revision as of 17:15, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

διφθέραι σταδιαῖαι τοῖς μεγέθεσιν → hides a stade in size, hides fastened together so as to cover a place an entire stadium in extent

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλληλίζω Medium diacritics: ἀλληλίζω Low diacritics: αλληλίζω Capitals: ΑΛΛΗΛΙΖΩ
Transliteration A: allēlízō Transliteration B: allēlizō Transliteration C: allilizo Beta Code: a)llhli/zw

English (LSJ)

A lie together, sens. obsc., AB383 :—also ἀλληλίζειν· ἄλλως καὶ ἄλλως λέγειν, and ἀλληλίζεσθαι· τὸ ἀλλήλους ἐπιχειρῆσαι, Hsch.

German (Pape)

[Seite 102] B. A. 383 ἀλλήλους περαίνειν; so auch Clem. Al. Paedag. 2, 10.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλληλίζω: κεῖμαι ὁμοῦ μέ τι ἄλλο· ἀσαφὲς τὸ νόημα τῆς λέξεως, Α. Β. 383, Κλήμ. Ἀλ. 222. Δύο ἑτέρας χρήσεις σημειοῖ ὁ Ἡσύχ., «ἀλληλίζειν· ἄλλως καὶ ἄλλως λέγειν·» καὶ «ἀλληλίζεσθαι· τὸ ἀλλήλους ἐπιχειρῆσαι.»

Spanish (DGE)

1 tener trato recíproco e.d. homosexual ἀλληλίζει γὰρ καὶ ὁ ἄρρην, ὅθεν καὶ σπανιαίτατα θήλειαν ἔστιν ὕαιναν λαβεῖν Clem.Al.Paed.2.10.86, ἀλληλίζειν· ἀλλήλους περαίνειν AB 383
v. med. mismo sent. ἀλληλίζεσθαι· τὸ ἀλλήλους ἐπιχειρίσαι Hsch.α 3164.
2 ἀλληλίζειν ἄλλως καὶ ἄλλως λέγειν Hsch.α 3169.

Greek Monolingual

ἀλληλίζω (Α) ἀλλήλων
1. πλαγιάζω μαζί με κάποιον άλλο, συνουσιάζομαι
2. τά λέω έτσι κι αλλιώς, επαμφοτερίζω.