ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
Full diacritics: ἀλλότης | Medium diacritics: ἀλλότης | Low diacritics: αλλότης | Capitals: ΑΛΛΟΤΗΣ |
Transliteration A: allótēs | Transliteration B: allotēs | Transliteration C: allotis | Beta Code: a)llo/ths |
τητος, ἡ, A otherness, Simp. in Ph.862.13.
-τητος, ἡ
fil. cualidad de ser otro, otredad como propia del cambio substancial οὔτε ἀλλοίωσις ἀλλὰ ἀλλότης μᾶλλον Simp.in Ph.862.13.
ἀλλότης (-ητος), η (Μ) ἄλλος
το να είναι κανείς άλλος, διαφορετικός.