ἀμφιβάσκω
From LSJ
ὁ ὑπεράπειρον ἔχων τῆς ἀγαθότητος τὸ ἀνεξιχνίαστον πέλαγος → who possesses an infinite and inscrutable sea of goodness
ὁ ὑπεράπειρον ἔχων τῆς ἀγαθότητος τὸ ἀνεξιχνίαστον πέλαγος → who possesses an infinite and inscrutable sea of goodness
Full diacritics: ἀμφιβάσκω | Medium diacritics: ἀμφιβάσκω | Low diacritics: αμφιβάσκω | Capitals: ΑΜΦΙΒΑΣΚΩ |
Transliteration A: amphibáskō | Transliteration B: amphibaskō | Transliteration C: amfivasko | Beta Code: a)mfiba/skw |
A = ἀμφιβαίνω, Sapph.Supp.10.7. ἀμφιβατεῖν· ἀμφισβητεῖν, Hsch.
ἀμφιβάσκω (Α)
αιολικός τύπος αντί αμφιβαίνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + βάσκω. Συγγενής τ. του ρ. βαίνω, που απαντά μόνο σε προστακτική].