ἀμφιθάλαμος
From LSJ
ἀξιοπιστόστερα εἰσί τραύματα φίλου ἢ ἐκούσια φιλήματα ἐχθροῦ → faithful are the wounds of a friend; but the kisses of an enemy are deceitful
English (LSJ)
ου, prob. A f.l. for ἀντι-, corresponding chamber, Vitr. 6.7.2.
German (Pape)
[Seite 139] mit Zimmern auf beiden Seiten.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφιθάλᾰμος: -ον, ὁ ἔχων θαλάμους ἑκατέρωθεν, Βιτρούβ. 6. 7, 2.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ lat. amphithalamus quizá antecámara frente al θάλαμος en el προστάς Vitr.6.7.2.
Greek Monolingual
ἀμφιθάλαμος, ο (Α)
δωμάτιο του γυναικωνίτη απέναντι από τον θάλαμο τών ανδρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + θάλαμος.