ἀνέρεικτος

From LSJ
Revision as of 17:55, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ξίφος τιτρώσκει σῶμα, τὸν δὲ νοῦν λόγος → Ut corpus ensis, verba mentem sauciant → Das Schwert verletzt den Körper, doch den Sinn das Wort

Menander, Monostichoi, 393
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνέρεικτος Medium diacritics: ἀνέρεικτος Low diacritics: ανέρεικτος Capitals: ΑΝΕΡΕΙΚΤΟΣ
Transliteration A: anéreiktos Transliteration B: anereiktos Transliteration C: anereiktos Beta Code: a)ne/reiktos

English (LSJ)

or ἀνέργ-ικτος, ον, A not bruised, unground, Hp.Aff.52.

German (Pape)

[Seite 226] unzerbrochen, unzermalmt, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνέρεικτος: -ον, ὁ μὴ ἐρεικτός, μὴ τετριμμένος εἰς λεπτὰ μέρη, μὴ ἀληλεσμένος, Ἱππ. 528. 36, πρβλ. Γαλην. Γλωσσ. σ. 434 ἐν λ. ἀνηρίκτῳ.

Spanish (DGE)

-ον
hecho con harina no cernida, integral, ἄρτος Hp.Aff.52.

Greek Monolingual

ἀνέρεικτος (κ. -ικτος), -ον (Α)
αυτός που δεν έχει αλεστεί, ακοπάνιστος, άτριφτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + ερειχτός «αλεσμένος» < ερείκω «σχίζω, κοπανίζω»].