ἀπαρακάλυπτος
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
[κᾰ], ον, A undisguised, γυμνὴ καὶ ἀ. κατηγορία Hld. 10.29. Adv. -τως Pl.R.538c, Euthd.294d: Comp. -ότερον D.C.67.3. 2 open-hearted, ἀ. τὰς ψυχάς Ptol.Tetr.155.
German (Pape)
[Seite 279] unverhüllt, κεφαλή Plut. qu. Rom. 11; unverhohlen, adv., ἐρωτᾶν Plat. Euthyd. 294 d; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαρακάλυπτος: -ον, ἀκάλυπτος, ἄκρυπτος, φανερός, γυμνὴ καὶ ἀπ. κατηγορία Ἡλιόδ. 10. 29. - Ἐπίρρ. -τως, φανερῶς, Πλάτ. Πολ. 538C, Εὐθύδ. 294D. - Συγκρ. -ότερον Δίων Κ. 67. 3.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non voilé, non caché, ouvert.
Étymologie: ἀ, παρακαλύπτω.
Spanish (DGE)
-ον
1 descubierto, no encubierto κεφαλή Plu.2.266e, κατηγορία Hld.10.29.5
•fig. abierto, cordial ἀ. τὰς ψυχάς de alma Ptol.Tetr.3.14.4
•compar. neutr. como adv. -ότερον D.C.67.3.2.
2 adv. -ως abiertamente Pl.R.538c, Euthd.294d, ὀργίζεσθαι UPZ 144.3 (I a.C.).
Greek Monolingual
ἀπαρακάλυπτος, -ον (Α)
απροκάλυπτος, φανερός.
Greek Monotonic
ἀπαρακάλυπτος: -ον (παρακαλύπτω), ασκεπής, ακάλυπτος, εμφανής· επίρρ. -τως, χωρίς προκάλυψη, φανερά, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπαρακάλυπτος: непокрытый, открытый (κεφαλή Plut.).
Middle Liddell
παρακαλύπτω
uncovered: adv. -τως, undisguisedly, Plat.