ἀποίκιλος
Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind
English (LSJ)
ον, A unadorned, simple, ἀληθείας στολή Ph.1.369, al.; homogeneous, σῶμα ὁμοιομερὲς καὶ ἀ. Plot.6.7.13, cf. Iamb.VP23.103. Adv. -λως Vett. Val.343.36.
German (Pape)
[Seite 304] nicht bunt, einfach, Iambl.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποίκῐλος: -ον, ὁ μὴ ἔχων ποικιλίαν, μὴ κεκοσμημένος, Φίλων 1. 369 κτλ.
Spanish (DGE)
-ον
1 simple, sin adorno ἡ ἀ. ἀληθείας ... στολή Ph.1.369, ἁπλοῦς ὁ στίχος ... καὶ ἀ. Sch.Er.Il.13.662, ἀ. παράδοσις Iambl.VP 103
•homogéneo σῶμα ὁμοιομερές τι καὶ ἀ. Plot.6.7.13.
2 adv. -ως de manera simple ἡ φύσις ... δημιουργεῖ ἡρέμα τὰ πάντα ... καὶ ἀ. Vett.Val.343.36.
Greek Monolingual
ἀποίκιλος, -ον (AM) ποικίλος
αστόλιστος, αδιακόσμητος.
Russian (Dvoretsky)
ἀποίκιλος: не разнообразный, однообразный (sc. στίχος Plut.).