ἀποίκιλος

From LSJ
Revision as of 20:11, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind

Menander, Monostichoi, 530
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποίκῐλος Medium diacritics: ἀποίκιλος Low diacritics: αποίκιλος Capitals: ΑΠΟΙΚΙΛΟΣ
Transliteration A: apoíkilos Transliteration B: apoikilos Transliteration C: apoikilos Beta Code: a)poi/kilos

English (LSJ)

ον, A unadorned, simple, ἀληθείας στολή Ph.1.369, al.; homogeneous, σῶμα ὁμοιομερὲς καὶ ἀ. Plot.6.7.13, cf. Iamb.VP23.103. Adv. -λως Vett. Val.343.36.

German (Pape)

[Seite 304] nicht bunt, einfach, Iambl.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποίκῐλος: -ον, ὁ μὴ ἔχων ποικιλίαν, μὴ κεκοσμημένος, Φίλων 1. 369 κτλ.

Spanish (DGE)

-ον
1 simple, sin adorno ἡ ἀ. ἀληθείας ... στολή Ph.1.369, ἁπλοῦς ὁ στίχος ... καὶ ἀ. Sch.Er.Il.13.662, ἀ. παράδοσις Iambl.VP 103
homogéneo σῶμα ὁμοιομερές τι καὶ ἀ. Plot.6.7.13.
2 adv. -ως de manera simple ἡ φύσις ... δημιουργεῖ ἡρέμα τὰ πάντα ... καὶ ἀ. Vett.Val.343.36.

Greek Monolingual

ἀποίκιλος, -ον (AM) ποικίλος
αστόλιστος, αδιακόσμητος.

Russian (Dvoretsky)

ἀποίκιλος: не разнообразный, однообразный (sc. στίχος Plut.).