ἀπορέγω
From LSJ
τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'
English (LSJ)
A stretch out, Hp.Fract.1.
German (Pape)
[Seite 321] ausstrecken, Hippocr.; davon geben, B. A. 434.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπορέγω: ἐκτείνω πρὸς τὰ ἔξω, παρέχω, ἐπιδεόμενος τὴν χεῖρα ἀπορέγει Ἱππ. π. Ἀγμ. 750, «ἀπο[ρ]ρέξαντες, ἀπομερίσαντες, ἀπόμοιραν δόντες» Ἁρποκρ., κατὰ τὰ Α. Β. «ἀπορέξαι, δοῦναι» κατὰ δὲ Ἡσύχ. «ἀπορέγειν τὸ ἐκ πολλῶν ὀλίγα διδόναι».
Spanish (DGE)
1 extender τὴν χεῖρα el brazo para vendarlo, Hp.Fract.1.
2 depositar φακὴν ... εἰς ... τὸ οὖρον Gal.14.546.