ἀπροθέτως
From LSJ
ἑὰν δὲ προσποιούμενος ᾗ τὰ μαθήματά πως ἀπείρως προβάλλων, οὐκ ἔστιν αἰτίας ἔξω → But should one profess knowledge as he puts forward something in an inexperienced way, he is not without blame (Pappus 3.1.30.31f.)
English (LSJ)
Adv., (προτίθημι) A undesignedly, Plb.9.12.6.
German (Pape)
[Seite 338] unvorsätzlich, Pol. 9, 12.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπροθέτως: ἐπίρρ. (προτίθημι) ἄνευ προθέσεως, τὰ μὲν οὖν ἀπροθέτως ἐν τοῖς πολεμικοῖς συμβαίνοντα πράξεις μὲν οὐδαμῶς ἁρμόζει λέγειν, περιπετείας δὲ καὶ συγκυρήσεις μᾶλλον Πολύβ. 9. 12, 6: πρβλ. καὶ Σουΐδ. ἐν λέξει.
Greek Monolingual
ἀπροθέτως επίρρ. (Α)
χωρίς πρόθεση, όχι σκόπιμα.
Russian (Dvoretsky)
ἀπροθέτως: без заранее обдуманного плана Polyb.