ἀποτάδην
ταυτὶ γὰρ συκοφαντεῖσθαι τὸν Ἕκτορα ὑπὸ τοῦ Ὁμήρου → that is a false charge brought against Hector by Homer
English (LSJ)
[ᾰδ], Adv., (τείνω) A stretched at length, Luc.Zeux.4, Ael. NA4.21; ἀ. τρέχειν Poll.6.175. 2 diffusely, prolixly, Philostr. VS1Praef., cf. 1.15.4; ξυνέστειλε τοὺς χοροὺς ἀ. ὄντας Id.VA6.11; ἀ. φθεγγόμενον [φθέγμα κηρύκων] Poll.4.94; also with κατά, τῶν κατὰ ἀ. λόγων ἀκήκοας Herm.in Phdr.p.184A.
German (Pape)
[Seite 329] ausgedehnt, Luc. Zeux. 4; Ael. H. A. 4, 21; weitläufig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποτάδην: [ᾰ], (τείνω), ἐπιρρ., ἐκτεταμένως, κατ’ ἔκτασιν, ἐκτάδην, κατὰ μῆκος, Λουκ. Ζεῦξ. 4, Αἰλ. περὶ Ζ. 4. 21· ἀπ. τρέχειν Πολυδ. Ϛ΄, 175. 2) σχοινοτενῶς, μακροεπῶς, Φιλοστρ. 481, 500· ἀποτάδην φθεγγόμενον φθέγμα κηρύκων Πολυδ. Δ΄, 94.
French (Bailly abrégé)
adv.
avec tension, avec force.
Étymologie: ἀποτείνω, -δην.
Spanish (DGE)
adv. con extensión, en todas direcciones, a lo largo y ancho τρέχειν Poll.6.175, ξυνέστειλε τοὺς χοροὺς ἀ. ὄντας abrevió los coros que eran muy prolijos Philostr.VA 6.11 (p.244), ἀ. φθεγγόμενον voz lanzada en todas las direcciones Poll.4.94, cf. Luc.Zeux.4, Ael.NA 4.21, Hsch.
•fig. τῶν κατὰ ἀ. λόγων ἀκήκοας oíste las palabras en toda su extensión Herm.in Phdr.p.184A
•de forma prolija ἀ. καὶ ἐς μῆκος (exponer cuestiones) prolijamente y por extenso Philostr.VS 481.
Greek Monolingual
ἀποτάδην επίρρ. (Α) αποτείνω
1. εκτεταμένα, διεξοδικά
2. σκόρπια, χωρίς τάξη.
Russian (Dvoretsky)
ἀποτάδην: (ᾰδ) adv. в вытянутом состоянии (οἱ πόδες ἀ. Luc.).