ἀρκτῷος
Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart
English (LSJ)
α, ον, (ἄρκτος) A of a bear, γενύεσσιν Nonn.D.2.44. 2 arctic, northern, βορέας D.P.519, etc.; κρυμός Lib.Or.59.128; τὰ ἀ. the arctic regions, Luc.Cont.5. ἀρνῳδός,ἀρνῳδός,ἀρνῳδός,αρνωδός,ΑΡΝΩΔΟΣ,arnōidós,arnōdos,arnodos,a)rnw|do/s,ὁ
{{ |= EM146.55." }}
German (Pape)
[Seite 354] α, ον, nördlich, gegen Norden gelegen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρκτῷος: -α, -ον, (ἄρκτος) ὁ εἰς ἄρκτον ἀνήκων, «ἀρκουδένιος», ἀρκτῴαις γενύεσσιν Νόνν. Δ. 2. 44. 2) ἀρκτικός, βόρειος, μῆκος ἐπ’ ἀρκτῴοιο τιταινόμεναι βορέαο Διον. Π. 519, κτλ.· τὰ ἀρκτῷα, αἱ ἀρκτικαὶ χῶραι, ὁ βορρᾶς, Λουκ. Ἐπισκ. 5.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
1 d’ours;
2 du nord, arctique.
Étymologie: ἄρκτος.
Spanish (DGE)
-α, -ον
1 de oso γένυες Nonn.D.2.44.
2 septentrional, ártico βορεας D.P.519, τόποι Heph.Astr.3.47.55, κρυμός Lib.Or.59.128, cf. Them.Or.30.349c, τὸ ἀρκτῷον el Norte Manes 54.1, tb. ἡ ἀρκτῴα Lyd.Mag.3.43, τὰ ἀρκτῴα la zona ártica Eudox.Fr.114, Luc.Cont.5, ἀρκτῴων· βορείων τόπων Hsch.
Greek Monolingual
ἀρκτῷος, -α, -ον (Α) άρκτος
1. αυτός που ανήκει σε αρκούδα
2. αρκτικός, βόρειος
3. τά ἀρκτῷα
οι αρκτικές περιοχές, ο Βορράς.
Greek Monotonic
ἀρκτῷος: -α, -ον (ἄρκτος II), αρκτικός, βόρειος, σε Λουκ.