ἀσμάραγος
From LSJ
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
English (LSJ)
[μᾰ], ον, A noiseless, Opp.H.3.428.
German (Pape)
[Seite 372] ohne Lärm, Opp. H. 3, 428.
Spanish (DGE)
(ἀσμάρᾰγος) -ον
• Prosodia: [-μᾰ-]
silencioso ἀνδράσι τ' ἀφθόγγοισι καὶ ἀσμαράγοις ἐλάτῃσι Opp.H.3.428.
Greek Monolingual
ἀσμάραγος, -ον (Α)
ο αθόρυβος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + -σμαραγος < σμαραγώ «κάνω θόρυβο» (πρβλ. αλισμάραγος, βαρυσμάραγος κ.ά.].