ἀτιμασμός
From LSJ
English (LSJ)
ὁ, A dishonour, LXX1 Ma.1.40 (v.l.), Aristeas 269.
German (Pape)
[Seite 386] ὁ, Verachtung, Beschimpfung, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτῑμασμός: ὁ, ἀτίμωσις, περιφρόνησις, Ἑβδ. (Α΄ Μακκ. α΄, 40, δι. γρ.).
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
deshonor ἀ. ἐπιφύεται καὶ δόξης ἀναίρεσις Aristeas 269, cf. LXX 1Ma.1.40 (var.).
Greek Monolingual
, ο (Α ἀτιμασμός)
ατίμωση, περιφρόνηση.