ἀσφυξία

From LSJ
Revision as of 23:25, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσφυξία Medium diacritics: ἀσφυξία Low diacritics: ασφυξία Capitals: ΑΣΦΥΞΙΑ
Transliteration A: asphyxía Transliteration B: asphyxia Transliteration C: asfyksia Beta Code: a)sfuci/a

English (LSJ)

ἡ, A stopping of the pulse, Aret.SA2.11; pulsus amputatio, opp. ἀσφυγμία, Cael.Aur.TP4.3.

German (Pape)

[Seite 382] ἡ, das Aufhören des Pulsschlages, Schlagfluß, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσφυξία: ἡ, ἡ στάσις τοῦ σφυγμοῦ, Ἀρετ. π. Αιτ. Ὀξ. Παθ. 2.11.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
interrupción, detención momentánea del pulso Aret.SA 2.11.6, Gal.7.63, 137, 703, 8.811, Cael.Aur.TP 4.3.40.

Greek Monolingual

η (Α ἀσφυξία) άσφυκτος
δυσχέρειαδιακοπή της αναπνευστικής λειτουργίας, που προέρχεται από έλλειψη οξυγόνου και περίσσεια διοξειδίου του άνθρακα.