ἀτρεής
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
ές, A = ἄτρεστος: acc. ἀτρέα for ἀτρεέα, Euph.125; also, not to be feared, pl., ἀτρεῖες (for ἀτρεέες) ἀνάγκαι IG14.1389ii 18.
Spanish (DGE)
-ές
• Morfología: [ac. sg. ἀτρέα Euph.161; nom. plu. ἀτρεῖ<ε>ς Marc.Sid. en IUrb.Rom.1155.77]
intrépido ἀτρέα δῆμον Ἀθηνῶν Euph.l.c.
•que no retrocede, implacable ἐπὶ οὐ μοιρέων ἀτρεῖ<ε>ς ἀνάγκαι Marc.Sid.l.c.
• Etimología: v. ἄτρεστος.
Greek Monolingual
ἀτρεής, -ές (Α) τρέω
1. ο άφοθος
2. εκείνος που δεν προκαλεί φόβο.