ἀφεψιάομαι
From LSJ
English (LSJ)
A retire from intercourse, ἀφεψιασάμην, = ἀφωμίλησα, S. Fr.138; v. ἑψία.
German (Pape)
[Seite 409] Soph. frg. 142, nach Hesych. = ἀφομιλεῖν.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφεψιάομαι: ἀποθ. = ἀφομιλῶ, ἀπομακρύνομαι ἀπὸ τῆς ὁμιλίας ἢ συναναστροφῆς, ἀφεψιασάμην (οὕτως ἀναγν. ἐν Α. Β. 470, 13) = ἀφωμίλησα, Σοφ. (Ἀποσπ. 142) παρ’ Ἡσυχίῳ: ὁ Σοφ. ἔχει ὡσαύτως και ἑψία (Σοφ. Ἀπόσπ. 4).
Spanish (DGE)
evitar o abstenerse de las relaciones sexuales s. cont. S.Fr.138, cf. Hsch., Eust.1831.3.