ἁλιστέφανος

Revision as of 23:45, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A sea-crowned, sea-girt, πτολίεθρον h.Ap.410; νῆσος Alex. Lychn. ap. St.Byz.s.v. Ταπροβάνη, Nonn.D.40.521.

German (Pape)

[Seite 98] meerumkränzt, H. h. 1. 410 πτολίεθρον; Nonn. νῆσος 40, 521.

Greek (Liddell-Scott)

ἁλιστέφανος: -ον, ὁ ὑπὸ τῆς θαλάσσης περιστεφόμενος, περιβαλλόμενος, νῆσος, Ἀλέξ. παρὰ Στεφ. Βυζ. ἐν λ. Ταπροβάνη.

Spanish (DGE)

(ἁλιστέφᾰνος) -ον

• Prosodia: [ᾰ-]
coronado, rodeado por el mar πτολίεθρον h.Ap.410, de la isla de Andros CEG 627 (Eretria IV a.C.), νῆσος Nonn.D.40.521, cf. Alex.Eph.SHell.36.

Greek Monolingual

ἁλιστέφανος, -ον και ἀλιστεφής, -ές (AM)
αυτός που περιστέφεται, που περιβάλλεται από θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι- (< ἅλς) + στέφανος < στέφω.

Russian (Dvoretsky)

ἁλιστέφᾰνος: опоясанный морем (πτολίεθρον HH).