ἄλοπος

From LSJ
Revision as of 00:15, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Μεστὸν κακῶν πέφυκε φορτίον γυνή → Mulier malorum plena semper sarcina est → Die Frau ist eine Last, mit Leiden vollgepackt

Menander, Monostichoi, 334
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄλοπος Medium diacritics: ἄλοπος Low diacritics: άλοπος Capitals: ΑΛΟΠΟΣ
Transliteration A: álopos Transliteration B: alopos Transliteration C: alopos Beta Code: a)/lopos

English (LSJ)

ον, (λέπω) A not scutched, ἀμοργίς Ar.Lys.736: neut. pl., ἄλοπα, τά, PTeb.120.16 (i B.C).

German (Pape)

[Seite 109] ἀμοργίς, ungehechelter Flachs, Ar. Lys. 736.

Greek (Liddell-Scott)

ἄλοπος: -ον, (λέπω) ἀλέπιστος, ἀκαθάριστος, «ἀλανάριστος», περὶ λινοκαλάμης, Ἀριστοφ. Λυσ. 736· πρβλ. ἀλέπιστος.

Spanish (DGE)

-ον
no agramado c. alusión obs. ἀμοργίς Ar.Lys.736
subst. τὰ ἀ. lino sin agramar, PTeb.120.16 (I a.C.).

Greek Monolingual

ἄλοπος, -ον (Α) λέπω
αλέπιστος, αλανάριστος, ακαθάριστος (κυρίως για το καλάμι του λιναριού).

Russian (Dvoretsky)

ἄλοπος: неочищенный, нетрепанный (ἀμοργίς Arph.).