ἐκναρκάω
From LSJ
κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.
English (LSJ)
A become quite torpid or sluggish, Plu.Cor.31.
German (Pape)
[Seite 769] gänzlich erstarren, Plut. Cor. 31.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκναρκάω: ἀποναρκοῦμαι, τοῖς ἐκνεναρκηκόσι κομιδῇ καὶ παραλελυμένοις σώμασιν ὁμοίως διέκειτο Πλουτ. Κορ. 31.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
être profondément engourdi.
Étymologie: ἐκ, ναρκάω.
Spanish (DGE)
entumecerse, entorpecerse ἐκνεναρκηκότα ... σώματα Plu.Cor.31.
Greek Monotonic
ἐκναρκάω: μέλ. -ήσω, ναρκώνομαι, μουδιάζω εντελώς, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἐκναρκάω: цепенеть (τὰ ἐκνεναρκηκότα σώματα Plut.).