ἐκπεριέρχομαι

From LSJ
Revision as of 01:20, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ταμιεῖον ἀνθρώποισι σωφροσύνη μόνη → Magnum horreum est hominibus temperantia → Ihr Vorratsschatz ist Menschen Mäßigung allein

Menander, Monostichoi, 505
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκπεριέρχομαι Medium diacritics: ἐκπεριέρχομαι Low diacritics: εκπεριέρχομαι Capitals: ΕΚΠΕΡΙΕΡΧΟΜΑΙ
Transliteration A: ekperiérchomai Transliteration B: ekperierchomai Transliteration C: ekperierchomai Beta Code: e)kperie/rxomai

English (LSJ)

= foreg., Plb.10.31.3, Onos.22.4, Plu.2.614c, Luc. Asin.18 : c. acc., A traverse, include in one's survey, τὰ φανερὰ πάντα Phld.Sign.19, cf.Rh.1.154S.; τὸν Πόντον Plu.Caes.58 ; πόλεις J.AJ 6.1.1. 2 surround, envelop, Hdn.3.3.8. II circumvent, J. AJ5.1.14, al.

German (Pape)

[Seite 772] (s. ἔρχομαι), dasselbe; Pol. 10, 31, 3; Luc. Asin. 18; Πόντον Plut. Caes. 58.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκπεριέρχομαι: ἀποθ. = τῷ προηγ., Πολύβ. 10. 31, 3, Λουκ. Ὄνος 18.

French (Bailly abrégé)

c. ἐκπερίειμι.

Spanish (DGE)

I intr. dar un rodeo τῶν εὐζώνων ἐκπεριελθόντων ἐκ πολλοῦ habiendo dado un vasto rodeo la infantería ligera Plb.10.31.3, οἱ ἱππεῖς ἐκπεριελθόντες καὶ κατὰ νώτου συνελάσαντες τοὺς Ἰνδούς Polyaen.4.3.22, fig., c. ac. int. ὁ μῦθος ἐκπεριελθὼν ἀπ' Αἰγύπτου μακρὰν ὁδὸν Plu.2.614b.
II tr.
1 c. ac. de lugar rodear completamente, recorrer τὸν Πόντον Plu.Caes.58, τὰς πέντε τῶν Παλαιστίνων πόλεις I.AI 6.6, cf. Luc.Asin.18, τὸν οὐρανὸν ... ἐκπεριερχομένην de la luna, Hippol.Haer.6.53.5
fig. abarcar con el pensamiento, examinar ὅπως ἂν ἐκπεριέλθωμεν ὀρθῶς πᾶν ὃ δύναταιῥηθῆναι Phld.Rh.1.154, cf. Sign.19.14, οὐδὲν ἀθλιώτερον τοῦ πάντα κύκλῳ ἐκπεριερχομένου M.Ant.2.13, ἡμᾶς ἐξ ἀρχῆς ἑλὼν καὶ πάντα τρόπον ἐκπεριελθών Gr.Thaum.Pan.Or.7.2.
2 c. ac. de pers. cercar τοὺς πολεμίους Onas.22.4, φοβηθέντες μὴ κυκλωθεῖεν ἐκπεριελθόντων αὐτοὺς τῶν πολεμίων Hdn.3.3.8, fig. τοῦ θεοῦ δεινῶς αὐτὸν ἐκπεριελθόντος I.AI 5.44, cf. Gr.Nyss.Hex.M.44.77A.

Greek Monolingual

ἐκπεριέρχομαι (Α)
1. εκπερίειμι
2. (με αιτ.) εποπτεύωἐκπεριέρχομαι τὸν Πόντον», Πλούτ.)
3. περικυκλώνω
4. απατώ, εξαπατώ.

Russian (Dvoretsky)

ἐκπεριέρχομαι: (с или из какого-л. места) обходить, объезжать, огибать (ἐκπεριελθεῖν τοὺς ὑπερδεξίους τόπους Polyb.; δι᾽ Ἀρκαδίας Plut.): ὀλίγον ἐκπεριελθών Luc. пустившись немного в обход.