ἐκφαντορικός

From LSJ
Revision as of 01:25, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκφαντορικός Medium diacritics: ἐκφαντορικός Low diacritics: εκφαντορικός Capitals: ΕΚΦΑΝΤΟΡΙΚΟΣ
Transliteration A: ekphantorikós Transliteration B: ekphantorikos Transliteration C: ekfantorikos Beta Code: e)kfantoriko/s

English (LSJ)

ή, όν, A revealing, τῆς ἀληθείας Procl.Theol.Plat.6.12; τῆς οὐσίας Id.in Cra.p.16P., al., cf. Dam.Pr. 367.

German (Pape)

[Seite 784] ή, όν, offenbarend, erklärend, Dion. Areop.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκφαντορικός: -ή, -όν, = ἐξαγγελτικός, ἑρμηνευτικός, παρα-στατικός, Πρόκλ. Παρμεν. 530 (96), Διονύσ. Ἀρεοπ. 137Α, 186Α, κλ.: ‒ Ἐπίρρ. ἐκφαντορικῶς, Διονύσ. Ἀρεοπ. 205C Κ. Πορφ. Ἔκθ. Βασιλ. Τάξ. 740, 18.

Spanish (DGE)

-ά, -όν
1 que manifiesta o revela, revelador, iluminador c. gen., esp. en cont. fil.-místico ἡ τῆς ἀληθείας ἐ. δύναμις Procl.Theol.Plat.6.12, τὸ ὄνομα· ὄργανον γάρ ἐστιν ... ἐκφαντορικὸν τῆς τῶν πραγμάτων οὐσίας Procl.in Cra.16, crist. ὅλων τοῦ θεοῦ προόδων ἐ. ἀγαθωνυμία Dion.Ar.DN 3.1, cf. CH 4.4
de las funciones sacerdotales simbólicamente revelador Dion.Ar.EH 112.2, 128.15, ὕμνος Ath.Al.M.28.940B.
2 adv. -ῶς en forma místicamente reveladora ἡ τῶν Σεραφὶμ ἐπωνυμία ἐ. διδάσκει Dion.Ar.CH 7.1, ref. a la doctrina cristiana considerada κρυφία Dion.Ar.DN 1.4.

Greek Monolingual

ἐκφαντορικός, -ή, -όν (AM)
Ι. εκφαντικός, αποκαλυπτικός, εξαγγελτικός, ερμηνευτικός, παραστατικός
II. επίρρ. ἐκφαντορικῶς
ερμηνευτικὼς, παραστατικώς.