ἐλευθεροστομία

From LSJ
Revision as of 01:30, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἄπαγ' ἐς μακαρίαν ἐκποδών → get lost, buzz off, on yer bike, bug off, bugger off, clear out, clear off, take a hike, beat it, scram, get out of here, get outta here

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλευθεροστομία Medium diacritics: ἐλευθεροστομία Low diacritics: ελευθεροστομία Capitals: ΕΛΕΥΘΕΡΟΣΤΟΜΙΑ
Transliteration A: eleutherostomía Transliteration B: eleutherostomia Transliteration C: eleftherostomia Beta Code: e)leuqerostomi/a

English (LSJ)

ἡ, A freedom of speech, D.H.6.72.

German (Pape)

[Seite 796] ἡ, Freimüthigkeit; Dion. Hal. 6, 72; K. S.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλευθεροστομία: ἡ, τὸ ἐλευθέρως ὁμιλεῖν, παρρησία, Διον. Ἁλ. 6. 72.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
libertad de palabra, franqueza al hablar ἡγεμόνι τῆς ἐλευθεροστομίας ἐμοὶ χρώμενοι D.H.6.72, cf. Sch.S.El.1257P., πρὸς τοὺς ἐντυγχάνοντας Socr.Sch.HE 6.3.14, κέχρηται πολλάκις τῇ παρρησίᾳ καὶ τῇ ἐλευθεροστομίᾳ Chrys.M.54.539.

Greek Monolingual

η (AM ἐλευθεροστομία)
το να μιλάει κανείς ελεύθερα, με θάρρος και παρρησία
νεοελλ.
η χρησιμοποίηση λέξεων και εκφράσεων που θεωρούνται άσεμνες από την πλειοψηφία τών ανθρώπων.