ἐμπικραίνομαι

From LSJ
Revision as of 01:40, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπικραίνομαι Medium diacritics: ἐμπικραίνομαι Low diacritics: εμπικραίνομαι Capitals: ΕΜΠΙΚΡΑΙΝΟΜΑΙ
Transliteration A: empikraínomai Transliteration B: empikrainomai Transliteration C: empikrainomai Beta Code: e)mpikrai/nomai

English (LSJ)

Med. or Pass., A to be bitter against, τινί Hdt.5.62, D.C.47.8: abs., Eus.Mynd.54; of disease, become virulent, J.AJ 17.6.5.

German (Pape)

[Seite 812] erbittert sein, τινί; auf Jemanden, Her. 5, 62 u. 80., wie D. Cass. 47, 8.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπικραίνομαι: μέσ. ἢ παθ., εἶμαι πικρὸς κατά τινος, ἐμπικραινομένου (τοῦ Ἱππίου) Ἀθηναίοισι διὰ τὸν Ἱππάρχου θάνατον Ἡρόδ. 5. 62, Δίων Κ. 47. 8· ἐπὶ νόσου, χειροτερεύω, Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 17. 6, 5.

Spanish (DGE)

1 de pers. exasperarse, irritarse con c. dat. Ἱππίεω ... ἐμπικραινομένου Ἀθηναίοισι διὰ τὸν Ἱππάρχου θάνατον Hdt.5.62, cf. D.C.47.8.4, abs. γυναικηίως Eus.Mynd.54.
2 de la enfermedad agravarse, agudizarse Ἡρώδῃ ... ἡ νόσος ἐνεπικραίνετο I.AI 17.168.

Greek Monolingual

ἐμπικραίνομαι (AM)
(απολ.) πικραίνομαι, θλίβομαι
αρχ.
1. έχω πικρία ή οργή εναντίον κάποιου
2. (για αρρώστια) επιδεινώνομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἐμπικραίνομαι: быть раздраженным, рассерженным (τινι Her.).

Middle Liddell

[ἐν, πικρός
Mid. or Pass. to be bitter against a person, c. dat., Hdt.