ἐπίπλασμα
From LSJ
ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his
English (LSJ)
ατος, τό, A plaster, Hp.Art.40, Aret.CA1.1, Lyc. ap. Orib.9.25.1, etc.
German (Pape)
[Seite 970] τό, das Daraufgestrichene, Pflaster, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίπλασμα: τό, ἔμπλαστρον, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 805.
Greek Monolingual
το (Α ἐπίπλασμα) επιπλάσσω
έμπλαστρο
νεοελλ.
συγκολλητική πλαστική ύλη που χρησιμοποιείται για το φράξιμο (γέμισμα) ρωγμών, ραγάδων, χασμάτων κ.λπ., στόκος.