ἐπίμυκτος

From LSJ
Revision as of 08:55, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n

Menander, Monostichoi, 149
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίμυκτος Medium diacritics: ἐπίμυκτος Low diacritics: επίμυκτος Capitals: ΕΠΙΜΥΚΤΟΣ
Transliteration A: epímyktos Transliteration B: epimyktos Transliteration C: epimyktos Beta Code: e)pi/muktos

English (LSJ)

ον, (ἐπιμύζὠ A scoffed at, Thgn.269.

German (Pape)

[Seite 964] verhöhnt, Theogn. 269. Vgl. ἐπιμύζω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίμυκτος: -ον, (ἐπιμύζω) ὁ ἐπιμυκτηριζόμενος, Θέογν. 269 (διάφ. γραφ. ἐπίμικτος).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
bafoué.
Étymologie: ἐπιμύζω.

Greek Monolingual

ἐπίμυκτος, -ον (Α)
αυτός που επισύρει μυκτηρισμό, χλευασμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιμύζω ή επιμύσσω «χλευάζω, περιγελώ»].

Greek Monotonic

ἐπίμυκτος: -ον (ἐπιμύζω), γελασμένος, αξιογέλαστος, σε Θέογν.

Middle Liddell

ἐπίμυκτος, ον ἐπιμύζω
scoffed at, Theogn.