ἐπιδημητικός

From LSJ
Revision as of 09:24, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιδημητικός Medium diacritics: ἐπιδημητικός Low diacritics: επιδημητικός Capitals: ΕΠΙΔΗΜΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: epidēmētikós Transliteration B: epidēmētikos Transliteration C: epidimitikos Beta Code: e)pidhmhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A staying at home, non-migratory, ζῷα, opp. ἐκτοπιστικά, Arist. HA488a13. II. ἐπιδημητικά, τά, expenses of a governor's visit, Cod.Just.12.40.12.

German (Pape)

[Seite 937] ή, όν, zu Hause bleibend, ζῷα, im Ggstz von ἐκτοπιστικά, Arist. H. A. 1, 1.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐπιδημητικός, -ή, -όν) επιδημώ
(για ζώα και κυρίως πτηνά) αυτός που διαμένει συνεχώς σε μια χώρα (στα ορεινά το καλοκαίρι, στα πεδινά τον χειμώνα) σε αντίθεση με τον αποδημητικό.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιδημητικός: остающийся на месте, оседлый (ζῷα Arst.).