ἐπιτρόχαλος

From LSJ
Revision as of 09:45, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιτρόχᾰλος Medium diacritics: ἐπιτρόχαλος Low diacritics: επιτρόχαλος Capitals: ΕΠΙΤΡΟΧΑΛΟΣ
Transliteration A: epitróchalos Transliteration B: epitrochalos Transliteration C: epitrochalos Beta Code: e)pitro/xalos

English (LSJ)

A on, quickly passing, 'tripping', χρόνοι D.H.Comp.18 : metaph., glib, flowing, ῥύσις τῆς λέξεως Id.Dem.40.

German (Pape)

[Seite 997] darüber hinlaufend, flüchtig, χρόνοι D. Hal. C. V. 18; schnell, καὶ καταφερὴς ῥύσις τῆς λέξεως iud. Dem. 40.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτρόχᾰλος: -ον, ἐπὶ ῥυθμῶν, γοργός, οὐκ ἐπιτροχάλους καὶ ταχεῖς... ἀποδίδοσθαι τοὺς χρόνους Διον. Ἁλ. π. Συνθέσ. 18· μεταφ., ταχύς, ταχέως ῥέων, ὁ αὐτ. περὶ Δημ. 40. - Καθ’ Ἡσύχ. «ἐπιτρόχαλον· πυκνῶς καὶ ταχέως».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui court ou coule rapidement.
Étymologie: ἐπί, τρόχαλος.

Greek Monolingual

ἐπιτρόχαλος, -ον (Α)
1. ελαφρός, ευκίνητος, γρήγορος («ούκ ἐπιτροχάλους καὶ ταχεῑς... ἀποδίδοσθαι τοὺς χρόνους», Διον. Αλ.)
2. ταχύς, αυτός που ρέει με ταχύτηταἐπιτρόχαλος καὶ καταφερὴς ῥύσις τῆς λέξεως», Δίον. Αλ.)
3. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπιτρόχαλον
πυκνῶς καὶ ταχέως».
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τροχαλός (< τροχός)].