ἐφετινός

From LSJ
Revision as of 10:15, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Γνώμη γερόντων ἀσφαλεστέρα νέωνSenum quam iuvenum monita attendes tutius → Der Alten Rat und Meinung birgt mehr Sicherheit

Menander, Monostichoi, 107
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐφετινός Medium diacritics: ἐφετινός Low diacritics: εφετινός Capitals: ΕΦΕΤΙΝΟΣ
Transliteration A: ephetinós Transliteration B: ephetinos Transliteration C: efetinos Beta Code: e)fetino/s

English (LSJ)

ή, όν, A yearling, of animals, PMasp.141 vi 9, al. (vi A.D.). II of the present year, χόρτος POxy.1482.12 (ii A.D.).

Greek Monolingual

-ή, -ό και φετινός, -ή, -ό (ΑΜ ἐφετινός, -ή, -όν, Μ και ὀφετινὸς και 'φετινός) εφέτος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο τρέχον έτος («φετινή σοδειά»)
νεοελλ.
(κατ' επέκτ.) τωρινός, σύγχρονος, καινούργιος
μσν.
πάπ. ο ηλικίας ενός έτους.