ἐφετινός

From LSJ

Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt

Menander, Monostichoi, 329
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐφετινός Medium diacritics: ἐφετινός Low diacritics: εφετινός Capitals: ΕΦΕΤΙΝΟΣ
Transliteration A: ephetinós Transliteration B: ephetinos Transliteration C: efetinos Beta Code: e)fetino/s

English (LSJ)

ἐφετινή, ἐφετινόν,
A yearling, of animals, PMasp.141 vi 9, al. (vi A.D.).
II of the present year, χόρτος POxy.1482.12 (ii A.D.).

Greek Monolingual

-ή, -ό και φετινός, -ή, -ό (ΑΜ ἐφετινός, -ή, -όν, Μ και ὀφετινὸς και 'φετινός) εφέτος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο τρέχον έτος («φετινή σοδειά»)
νεοελλ.
(κατ' επέκτ.) τωρινός, σύγχρονος, καινούργιος
μσν.
πάπ. ο ηλικίας ενός έτους.