ἑτοιμόπτωτος

From LSJ
Revision as of 11:15, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Γύμναζε παῖδας· ἄνδρας οὐ γὰρ γυμνάσεις → Exerce pueros: non exercebis virum → Mit Kindern übe, denn mit Männern ist's zu spät

Menander, Monostichoi, 104
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑτοιμόπτωτος Medium diacritics: ἑτοιμόπτωτος Low diacritics: ετοιμόπτωτος Capitals: ΕΤΟΙΜΟΠΤΩΤΟΣ
Transliteration A: hetoimóptōtos Transliteration B: hetoimoptōtos Transliteration C: etoimoptotos Beta Code: e(toimo/ptwtos

English (LSJ)

ον, A inclined to fall, gloss on ἀκροσφαλής, AB367.

German (Pape)

[Seite 1052] zum Fallen geneigt, B. A. 367.

Greek (Liddell-Scott)

ἑτοιμόπτωτος: -ον, ἕτοιμος νὰ πέσῃ, «ἀκροσφαλής: ἀντὶ τοῦ ἑτοιμόπτωτος» Α. Β. 367, 16.

Greek Monolingual

ἑτοιμόπτωτος, -ον (Α)
ο έτοιμος να πέσει, ο υποκείμενος ή επιρρεπής σε πτώση ή σε ολίσθηση, ο επισφαλής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + πτωτός (< πίπτω)].