οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
Full diacritics: ἔβλητο | Medium diacritics: ἔβλητο | Low diacritics: έβλητο | Capitals: ΕΒΛΗΤΟ |
Transliteration A: éblēto | Transliteration B: eblēto | Transliteration C: evlito | Beta Code: e)/blhto |
A v. βάλλω. ἐβλόν· ἀπόπληκτον, Hsch.
ἔβλητο: ἴδε τὸ ῥῆμα βάλλω.
3ᵉ sg. ao.2 Pass. épq. de βάλλω.
see βάλλω.
v. βάλλω.
ἔβλητο: γʹ ενικ. Επικ. Παθ. αόρ. βʹ του βάλλω.