ἔμβαρος

From LSJ
Revision as of 11:25, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

τὸν ἰητρὸν δοκέει μοι ἄριστον εἶναι πρόνοιαν ἐπιτηδεύειν → it appears to me a most excellent thing for the physician to cultivate prognosis

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔμβᾰρος Medium diacritics: ἔμβαρος Low diacritics: έμβαρος Capitals: ΕΜΒΑΡΟΣ
Transliteration A: émbaros Transliteration B: embaros Transliteration C: emvaros Beta Code: e)/mbaros

English (LSJ)

ον, A of weighty sense, Men.Phasm.Fr.3, Id.11D. (where perh.,= ἔμβαρος ΙΙ), cf. Paus.Gr.Fr.163; but also,= ἠλίθιος, μωρός, Hsch. II pregnant, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

ἔμβαρος: ὁ, νουνεχής, «ἔμβαρός εἰμι· νουνεχής, φρόνιμος» Σουΐδ., ἀλλὰ καθ᾿ Ἡσύχ.: «ἔμβαρος· ἠλίθιος, μωρός, ἢ νουνεχής. Μένανδρος φάσματι (Ἀποσπ. ΙΙ. σ. 219)»· ‒ «τάττεται δὲ ἐπὶ τῶν παραπαιόντων καὶ μεμηνότων» Σουΐδ, ἐν λέξει ἔμβαρος, ἐν τέλει.

Spanish (DGE)

(ἔμβᾰρος) -ον
despierto de mente, rico en recursos, que tiene ingenio s. cont., Paus.ε 35, φρόνησις Hsch.ο 1680
subst. ὁ Ἔ. n. de un personaje οὐκ Ἔ. ἐστιν οὖτος este no es precisamente Embaro, e.d., no es muy despierto Men.Phasm.80, de donde el prov. οὐκ Ἔμβαρος εἶ ref. a personas obtusas o necias, Men.Fr.330, cf. Paus.Gr.ε 35, Apostol.7.10, Sud., Eust.331.30, App.Prou.2.54
interpr. posteriormente en sent. neg. como obtuso, estúpido, necio Hsch. • DMic.: e-qa-ro.

Greek Monolingual

ἔμβαρος, -ον (Α)
1. φρόνιμος, γνωστικός
2. ηλίθιος, ανόητος
3. αυτός που έχει θολωμένο μυαλό (από θυμό ή μέθη)
4. (για γυναίκα) έγκυος.

Russian (Dvoretsky)

ἔμβᾰρος: досл. увесистый, весомый, перен. веский Men.