ἱερογραμματεύς
English (LSJ)
έως, ὁ, A sacred scribe, a lower order of the Egyptian priesthood, Eudox. Ars3.21, OGI56.4 (Canopus, iii B.C.), 90.7 (Rosetta, ii B.C.), Luc. Macr.4, J.Ap.1.32, al., Herasap.Gal.13.776, Aët.15.13, etc.
German (Pape)
[Seite 1241] ὁ, in Aegypten ein Priester, der die heilige Schrift kannte u. auslegte u. auf die Beobachtung der heiligen Gebräuche beim Gottesdienste sah; Luc. Macrob. 4; Ios. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἱερογραμματεύς: έως, ὁ, ἱερὸς γραμματεύς, κατωτέρα τις τάξις ἐν τῷ Αἰγυπτιακῷ ἱερατείῳ, τοῦ ὁποίου ἔργον ἦτο ἡ τήρησις τῶν ἱερῶν ἐγγράφων, ἡ διδασκαλία τῶν ἱερῶν τύπων καὶ τελετῶν καὶ ἡ ἐπιμέλεια πρὸς τήρησιν αὐτῶν, Ἐπιγραφ. Αἰγ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 4697. 7, Λουκ. Μακρόβ. 4, Ἰώσηπ. κατὰ Ἀπίωνος 1. 32, Κλήμ. Ἀλ. 657· ἱερὸς γρ. ἐν Λουκ. Φιλοψ. 34.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
prêtre ou docteur qui interprète les saintes écritures, en Égypte.
Étymologie: ἱερός, γραμματεύς.
Greek Monolingual
ἱερογραμματεύς, ὁ (Α)
(στην Αίγυπτο) ιερός γραμματέας του οποίου το έργο ήταν η τήρηση τών ιερών εγγράφων, η διδασκαλία τών ιερών τύπων και τελετών και η φροντίδα για την τήρησή τους.
Greek Monotonic
ἱερογραμματεύς: -έως, ὁ, ιερός γραμματέας, κατώτερη τάξη της Αιγυπτιακής ιεροσύνης, του οποίου έργο ήταν η τήρηση των ιερών εγγράφων, η διδασκαλία των ιερών τύπων και τελετών και η επιμέλεια για την τήρησή τους, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἱερογραμμᾰτεύς: έως (у египтян) жрец-начетчик, толкователь священных текстов Luc.
Middle Liddell
ἱερο-γραμματεύς, έως,
a sacred scribe, a lower order of the Egyptian priesthood, Luc.