ἱεροδιδάσκαλος

From LSJ
Revision as of 12:05, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ξένος ὢν ἀπράγμων ἴσθι καὶ πράξεις καλῶς → Rerum abstine peregrinus et vives bene → Als Fremder sei friedliebend und es geht dir gut

Menander, Monostichoi, 399
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱεροδῐδάσκᾰλος Medium diacritics: ἱεροδιδάσκαλος Low diacritics: ιεροδιδάσκαλος Capitals: ΙΕΡΟΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ
Transliteration A: hierodidáskalos Transliteration B: hierodidaskalos Transliteration C: ierodidaskalos Beta Code: i(erodida/skalos

English (LSJ)

ὁ, A teacher of holy things at Rome, = pontifex, D.H. 2.73 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1241] ὁ, der heilige Dinge, den Gottesdienst lehrt, Sp. Bei den Römern der pontifex, D. Hal. 2, 73.

Greek (Liddell-Scott)

ἱεροδῐδάσκᾰλος: ὁ διδάσκαλος ἱερῶν πραγμάτων, Διον. Ἀρεοπ. 2. 73· - ἐν Ρώμῃ, ὁ ἀρχιερεὺς Pontifex, Διον. Ἁλ. 2. 73.

Greek Monolingual

ο (Α ἱεροδιδάσκαλος)
αυτός που ασχολείται με τη θρησκευτική διδασκαλία
νεοελλ.
ιερέας και δάσκαλος συγχρόνως
αρχ.
(στη Ρώμη) ο αρχιερέας.