ὀδύνημα
From LSJ
Full diacritics: ὀδῠνημα | Medium diacritics: ὀδύνημα | Low diacritics: οδύνημα | Capitals: ΟΔΥΝΗΜΑ |
Transliteration A: odýnēma | Transliteration B: odynēma | Transliteration C: odynima | Beta Code: o)du/nhma |
ατος, τό, A pain, Hp.Acut.(Sp.)31 (pl.).
[Seite 295] τό, der verursachte Schmerz, Hippocr.
ὀδύνημα: [ῠ], τό, πόνος, ὀδύνη, ἄλγος, Ἱππ. 401. 49, ἐν τῷ πληθ.
ὀδύνημα, τὸ (Α) οδυνώμαι
πόνος, οδύνη.