ὀλιγηπελία
From LSJ
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ, A weakness, faintness, Od.5.468 ; cf. εὐηπελία, κακηπελία.
German (Pape)
[Seite 320] ἡ, die Ohnmacht, Od. 5, 468.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλῐγηπελία: Ἰων. -ίη, ἡ, ἀδυναμία, λιποψυχία, Ὀδ. Ε. 468· πρβλ. εὐηπελία, κακηπελία.
Greek Monolingual
ὀλιγηπελία, ἡ (ΑΜ, Α και ιων. τ. ὀλιγηπελίη) ολιγηπελής
αδυναμία, ατονία, λιποθυμία.
Greek Monotonic
ὀλῐγηπελία: Ιων. -ίη, ἡ, αδυναμία, εξασθένηση, λιποψυχία, σε Ομήρ. Οδ.