ὀλιγηπελία

From LSJ
Revision as of 12:30, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλῐγηπελία Medium diacritics: ὀλιγηπελία Low diacritics: ολιγηπελία Capitals: ΟΛΙΓΗΠΕΛΙΑ
Transliteration A: oligēpelía Transliteration B: oligēpelia Transliteration C: oligipelia Beta Code: o)lighpeli/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ, A weakness, faintness, Od.5.468 ; cf. εὐηπελία, κακηπελία.

German (Pape)

[Seite 320] ἡ, die Ohnmacht, Od. 5, 468.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλῐγηπελία: Ἰων. -ίη, ἡ, ἀδυναμία, λιποψυχία, Ὀδ. Ε. 468· πρβλ. εὐηπελία, κακηπελία.

Greek Monolingual

ὀλιγηπελία, ἡ (ΑΜ, Α και ιων. τ. ὀλιγηπελίη) ολιγηπελής
αδυναμία, ατονία, λιποθυμία.

Greek Monotonic

ὀλῐγηπελία: Ιων. -ίη, ἡ, αδυναμία, εξασθένηση, λιποψυχία, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

ὀλῐγηπελία, ἡ, [from ὀλῐγηπελής]
weakness, faintness, Od.