ὑαλᾶς
From LSJ
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
English (LSJ)
ᾶ, ὁ, A glass-worker, IG3.3436 (gen. οἱαλᾶ lapis). II ὑάλας perh. = γυάλας, PLond.2.402 ii 13 (ii B. C.).
Greek Monolingual
και οἱαλᾱς, -ᾱ, ὁ, Α
υαλουργός, γυαλάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕαλος + κατάλ. -ᾶς
του καθημερινού λεξιλογίου (πρβλ. μαχαιρ-ᾶς). Η γραφή της λ. με οι- απαντά την εποχή που η δίφθογγος -οι- είχε συμπέσει στην προφορά με το -υ- /u/].