ὑπογνάμπτω

From LSJ
Revision as of 14:05, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

οὐκ ἔστιν ὧδε ἀλλὰ ἠγέρθη → He is not here, but is risen

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπογνάμπτω Medium diacritics: ὑπογνάμπτω Low diacritics: υπογνάμπτω Capitals: ΥΠΟΓΝΑΜΠΤΩ
Transliteration A: hypognámptō Transliteration B: hypognamptō Transliteration C: ypognampto Beta Code: u(pogna/mptw

English (LSJ)

A bend, ψυχῆς ὁρμήν h.Mart.13.

German (Pape)

[Seite 1213] unten herumbiegen, allmälig, unvermerkt umbiegen, H. h. 7, 13.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπογνάμπτω: μέλλ. -ψω, γνάμπτω, κάμπτω ἠρέμα καὶ κατὰ μικρόν, ψυχῆς ὁρμὴν Ὕμν. Ὁμ. 7. 13, πρβλ. ὑποκάμπτω.

French (Bailly abrégé)

courber ou faire fléchir un peu ; réprimer un peu.
Étymologie: ὑπό, γνάμπτω.

Greek Monolingual

Α
μτφ. κάνω κάτι να λυγίσει, να χαλαρωθεί βαθμιαία μια ενέργεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + γνάμπτω «κάμπτω»].

Greek Monotonic

ὑπογνάμπτω: μέλ. -ψω, λυγίζω, κάμπτω σταδιακά, βαθμιαία, σε Ομηρ. Ύμν.

Russian (Dvoretsky)

ὑπογνάμπτω: досл. сгибать, перен. подавлять (φρεσὶν ψυχῆς ὁρμήν HH).

Middle Liddell

fut. ψω
to bend gradually, Hhymn.