ὑποκάτωθεν
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
[ᾰ], Adv. A from below or underneath, Arist.GA773a22: c. gen., ὑ. τοῦ οὐρανοῦ LXX De.9.14. II = ὑποκάτω, οἱ ὑ. ἀγροί the lower lands, Pl.Lg.761b.
German (Pape)
[Seite 1219] adv., von unten her, drunterher; τοῖς ὑποκάτωθεν ἀγροῖς Plat. Legg. VI, 761 b, die unteren.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποκάτωθεν: [ᾰ], Ἐπίρρ., κάτωθεν, Ἀριστ. περὶ Ζῴων Γεν. 4. 4, 48. ΙΙ. = ὑποκάτω, οἱ ὑπ. ἀγροί, οἱ χαμηλότεροι, Πλάτ. Νόμ. 761Α.
Greek Monolingual
ΜΑ
1. κάτωθεν, αποκάτω
2. υποκάτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑποκάτω + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. ἄνω-θεν)].
Russian (Dvoretsky)
ὑποκάτωθεν: adv. снизу, ниже Arst.: οἱ ὑ. ἀγροί Plat. ниже лежащие поля, низины.