ὑφαίρεσις

From LSJ
Revision as of 14:40, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen

Menander, Monostichoi, 279
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑφαίρεσις Medium diacritics: ὑφαίρεσις Low diacritics: υφαίρεσις Capitals: ΥΦΑΙΡΕΣΙΣ
Transliteration A: hyphaíresis Transliteration B: hyphairesis Transliteration C: yfairesis Beta Code: u(fai/resis

English (LSJ)

εως, ἡ, A taking away from under, ἰγνυῶν ὑ., in wrestling, Sopat. ap. Sch.T.Il.23.729. 2 purloining, pilfering, τοῦ γραμματείου from the clerks' office, Test. ap. D.45.61; ζεύγους χεροψελίων ὑ. ποιεῖσθαι PSI10.1128.23 (iii A. D.), cf. MitteisChr.372 ii 8, iii 5 (ii A. D.). 3 subtraction, ἑνός Ph.1.574; reduction, τοῦ μεγέθους Diog.Oen.39; οἴνου καὶ τροφῆς Sor.1.46. II ὑφαίρεσιν ποιεῖσθαι τῶν ὑποκειμένων to undertake the moderation or mitigation of... Plb.15.8.13. III in Gramm., omission of a letter, Sch. Ar. Av.149, EM389.6: opp. συγκοπή (which involves loss of a syllable), Hdn.Gr.2.247.

Greek (Liddell-Scott)

ὑφαίρεσις: -εως, ἡ, τὸ ἀφαιρεῖν κάτωθεν, ἰγνύων ὑφ., ἐν τῇ πάλῃ, Σώπατ. παρὰ τῷ Σχολιαστ. Ἰλ. Ψ. 729. 1) τὸ κλέπτειν, ὑποκλέπτειν, ὑφαίρεσις τοῦ γραμματείου, ἐκ τοῦ γραφείου τοῦ γραμματέως, παρὰ Δημ. 1120. 4. ΙΙ. ὑφαίρεσίν τινος ποιεῖσθαι, ἀναλαμβάνειν τὴν τροποποίησιν ἢ μετρίασιν πράγματός τινος, Πολύβ. 15. 8, 13. ΙΙΙ. παρὰ τοῖς Γραμμ., ἀποβολὴ γράμματος, «Λέπρεον καθ’ ὑφαίρεσιν τοῦ ι τὸ Λέπρειον εἶπεν» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 149· «τὰ εἰς δος λήγοντα... εὑρίσκομεν παρ’ Ἴωσι καθ’ ὑφαίρεσιν τοῦ δ λεγόμενα» Ἐτυμ. Μ. 42, 18. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑφαίρεσις· μείωσις, στέρησις».

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de retrancher.
Étymologie: ὑφαιρέω.

Greek Monotonic

ὑφαίρεσις: -εως, ἡ, λαθραία αφαίρεση, υπεξαίρεση, κλεψιά, παρά Δημ.

Russian (Dvoretsky)

ὑφαίρεσις: εως ἡ
1) тайное отнятие, лишение (τινος Dem.);
2) ослабление, смягчение (τῶν ὑποκειμένων Polyb.);
3) грам. опущение буквы.

Middle Liddell

ὑφαίρεσις, εως,
a taking away from under, a purloining, ap. Dem. [from ὑφαιρέω