ῥαιβοειδής

From LSJ
Revision as of 14:50, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

μὴ δὶς πρὸς τὸν αὐτὸν λίθον πταίειν → do not stumble twice on the same stone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥαιβοειδής Medium diacritics: ῥαιβοειδής Low diacritics: ραιβοειδής Capitals: ΡΑΙΒΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: rhaiboeidḗs Transliteration B: rhaiboeidēs Transliteration C: raivoeidis Beta Code: r(aiboeidh/s

English (LSJ)

ές, A crooked-looking, Hp.Art.45, Mochl.1 (Sup.); cf. ῥοικοειδής.

German (Pape)

[Seite 832] ές, wie krumm, gebogen anzusehen, von krummer Art, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ῥαιβοειδής: -ές, ἔχων σχῆμα ῥαιβόν, στρεβλός, στραβός, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 810, Μοχλ. 842, ἴδε Foës Oecon.· πρβλ. ῥοικοειδής.

Greek Monolingual

-ές, Α
ο όμοιος με ραιβό, αυτός που έχει ραιβό σχήμα, στρεβλός, στραβός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥαιβός «κυρτός, καμπύλος» + -ειδής].