ῥιζόφυλλος

From LSJ
Revision as of 15:00, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥιζόφυλλος Medium diacritics: ῥιζόφυλλος Low diacritics: ριζόφυλλος Capitals: ΡΙΖΟΦΥΛΛΟΣ
Transliteration A: rhizóphyllos Transliteration B: rhizophyllos Transliteration C: rizofyllos Beta Code: r(izo/fullos

English (LSJ)

ον, A with leaves from the root, Thphr. HP6.4.9, 7.11.3.

German (Pape)

[Seite 843] mit Blättern an, von der Wurzel, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ῥιζόφυλλος: -ον, ὁ φύων φύλλα ἀπὸ τῆς ῥίζης, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 4, 9.

Greek Monolingual

-η, -ο / ῥιζόφυλλος, -ον, ΝΜΑ
(για φυτό) αυτός που βγάζει φύλλα από πολύ χαμηλά, από τη ρίζα
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ριζόφυλλο
φύλλο που βλαστάνει από τη ρίζα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + -φυλλος (< φύλλον), πρβλ. γωνιό-φυλλος].