δακτυλίζω
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
English (LSJ)
A = δακτυλοδεικτέω (in bad sense), Hsch. s.vv. ἐδακτύλιζον, σκινδαρεύεσθαι. II Pass. in metre, to be made a dactyl, Eust.874.8.
German (Pape)
[Seite 520] Hesych., = δακτυλοδεικτέω; bei Eustath. = einen Daktylus machen.
Greek (Liddell-Scott)
δακτυλίζω: μέλλ. –ίσω, = δακτυλοδεικτέω, Ἡσύχ. ἐν λ. ἐδακτ-.
Spanish (DGE)
1 señalar con el dedo Hsch.ε 389.
2 métr. transformarse en dáctilo en v. pas. ἵνα δακτυλισθῇ ὁ τρίβραχυς πούς Eust.874.8.
3 conducir, Gloss.23D.
Greek Monolingual
δακτυλίζω (AM) δάκτυλος
μσν.
παθ. δακτυλίζομαι
γίνομαι δάκτυλος («ἵνα δακτυλισθῆ ό τρίβραχυς πούς» — για να μετατραπεί ο τρίβραχυς σε δάκτυλο)
αρχ.
δακτυλίζω
δακτυλοδεικτώ.